Παρακίνηση
Η παρακίνηση ή παρώθηση δεν είναι συμπεριφορά, είναι μια πολύπλοκη εσωτερική κατάσταση των
ατόμων που δεν μπορεί να παρατηρηθεί απ’ ευθείας, αλλά που επηρεάζει τη
συμπεριφορά τους. Τα κίνητρα των ατόμων συμπεραίνονται από τη συμπεριφορά τους.
Η παρώθηση δημιουργείται από όλες αυτές τις εσωτερικές καταστάσεις του ατόμου
που περιγράφονται σαν επιθυμίες, ευχές, προσπάθειες καταστάσεις του ατόμου που
περιγράφονται σαν επιθυμίες, ευχές, προσπάθειες κλπ., είναι δηλαδή μια
εσωτερική κατάσταση που ενεργοποιεί ή υποκινεί τα άτομα να εκπληρώσουν κάποιο
σκοπό.(Ζαβλανός,1999)
Η παρακίνηση γενικά θεωρείται ότι συνδέεται με τις ανθρώπινες ανάγκες, η
σχέση παρακίνησης και συμπεριφοράς είναι γενικά κατανοητή, η φύση όμως και η
ακριβής σχέση μεταξύ αναγκών και παρακίνησης δεν είναι καθόλου φανερή. Με άλλα
λόγια, η παρώθηση είναι μια μεσολαβητική μεταβλητή ανάμεσα στις ανθρώπινες
ανάγκες και τη συμπεριφορά των ατόμων όπως δείχνει το (Ζαβλανός,1999)
Σχήμα: Η παρακίνηση στο ρόλο της μεσολαβητικής
μεταβλητής
Η συμπεριφορά του ατόμου προκαλείται από την επιθυμία του να φθάσει σε
κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Ο συγκεκριμένος σκοπός δεν είναι μια δραστηριότητα ή
ενέργεια. Στην πραγματικότητα κάθε συμπεριφορά εκδηλώνεται με μια σειρά από
ενέργειες. Κάθε φορά το άτομο κάνει και κάτι στην πορεία κάποιας πράξης μπορεί
να αποφασίσει αλλάξει δραστηριότητα ή να συνδυάσει δραστηριότητες για να κάνει
κάτι διαφορετικό.
Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι
το εξής:
Γιατί τα άτομα εκτελούν μια συγκεκριμένη ενέργεια και όχι κάποια
άλλη;(Ζαβλανός,1999)
Γιατί αλλάζουν δραστηριότητες;
Πώς μπορεί ο μάνατζερ ή ο διευθυντής να κατανοήσει, να προβλέψει ή ακόμα να
ελέγξει την δραστηριότητα, που το άτομο θα υποχρεωθεί να πραγματοποιήσει σε μια
δεδομένη στιγμή;
Οι μάνατζερ για να προβλέψουν τη συμπεριφορά του ατόμου πρέπει να γνωρίζουν
τις ανάγκες και τα κίνητρα που προκαλούν στα άτομα μια συγκεκριμένη ενέργεια σε
κάποιο συγκεκριμένο χρόνο. Επειδή η ακριβής φύση της πολύπλοκης σχέσης που
υπάρχει μεταξύ των ανθρωπίνων αναγκών και της συμπεριφοράς του ατόμου δεν είναι
εύκολο να κατανοηθεί, γι’ αυτό και μερικοί επιστήμονες ανέπτυξαν διάφορες θεωρίες
περί κινήτρων με σκοπό να διερευνήσουν την ανθρώπινη παρακίνηση.
Όλες οι θεωρίες παρουσιάζουν προβλήματα στο θεωρητικό μέρος και στην
εφαρμογή τούς υπάρχουν όμως σ’ αυτές έννοιες και εξηγήσεις για την παρακίνηση
των ατόμων στην εργασία, που δίνουν ικανοποιητικές απαντήσεις στους μάνατζερ
και διευθυντές που αναζητούν τρόπους για να κάνουν μια επιχείρηση περισσότερο
αποτελεσματική.(Ζαβλανός,1999)
Ποια η διαδικασία της παρακίνησης;
Με βάση τα παραπάνω σχόλια, θα μπορούσαμε να ορίσουμε σαν παρακίνηση «τη
συναισθηματική εκείνη κατάσταση η οποία κινεί ή παρακινεί ένα άτομο να
ενεργήσει κατά ένα ορισμένο τρόπο». Η συναισθηματική αυτή κατάσταση
δημιουργείται από τα διάφορα ερεθίσματα, τα οποία δέχεται το άτομο είτε από το
εσωτερικό είτε από το εξωτερικό περιβάλλον του. Η ανάλυση της παρακίνησης
παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, γιατί η διαδικασία αυτή αποτελεί μιαν εσωτερική
διαδικασία, ξεχωριστή για κάθε άτομο. Συγκεκριμένο στοιχείο σε μια τέτοια
ανάλυση, είναι μόνο η συμπεριφορά του ατόμου, όχι όμως και ο δρόμος, ο οποίος
οδήγησε σ’ αυτή τη συμπεριφορά. Έχοντας υπόψη μα ότι το άτομο έχει ανάγκες και
ότι επιδιώκει να ικανοποιήσει τις ανάγκες αυτές μέσα στο περιβάλλον της
εργασίας του, υποθέτουμε ότι θα ακολουθήσει κάποια συμπεριφορά προκειμένου να
τις ικανοποιήσει. Δεν είμαστε όμως σε θέση να γνωρίζουμε ποια ακριβώς είναι η συμπεριφορά
αυτή. Εάν π.χ. ένας εργαζόμενος αντιληφθεί ότι η θέση του μέσα στην επιχείρηση
κλονίζεται (απειλείται δηλαδή η ασφάλειά του ή η καριέρα του),είναι πιθανό να
ακολουθήσει κάποιον από τους εξής τρόπους συμπεριφοράς:
α. να εργασθεί σκληρότερα και αποδοτικότερα ώστε να πείσει τον
προϊστάμενό του ότι είναι απαραίτητος.
β. να ζητήσει την βοήθεια της επαγγελματικής οργανώσεως στην οποία ανήκει ή
πιθανόν να γίνει μέλος μιας τέτοιας οργανώσεως, για να βοηθηθεί.
γ. να κάνει οτιδήποτε άλλο πιστεύει ότι μπορεί να τον βοηθήσει και το οποίο
εμείς δεν μπορούμε να ξέρουμε
Στο παράδειγμα αυτό έχουμε δύο ενδεχόμενα συγκεκριμένης συμπεριφοράς (α, β)
με ίσες πιθανότητες εκλογής και για τα δύο, καθώς και το ενδεχόμενο εκλογής
οποιασδήποτε άλλης συμπεριφοράς (γ), η οποία κατά την κρίση του ατόμου είναι
χρήσιμη και αποτελεσματική και την οποία εμείς δεν είμαστε σε θέση ούτε να
γνωρίζουμε και πιθανόν, ούτε και να υποθέσουμε. Μας είναι δηλαδή, άγνωστη η
«διεύθυνση» συμπεριφοράς του ατόμου. Άγνωστη, επίσης, είναι και η «ένταση», ο
βαθμός μέχρι τον οποίο θα ακολουθήσει το άτομο τη συγκεκριμένη συμπεριφορά
του.( Ζαβλανός,1999)