==► WordPress 5.0 : Τι είναι ο Gutenberg editor;  ==► Το πρώτο Θεατροπαιδαγωγικό Πρόγραμμα Επιχειρηματικότητας στο Κατάστημα Κράτησης Ναυπλίου  ==► TIPS Διαφημιστικής Καμπάνιας  ==► Οργάνωση και Διοίκηση των Επιχειρήσεων  ==► Διαδικασία της επικοινωνίας  ==► Έρευνα Αγοράς Marketeers  ==► Online Marketing στην Εκπαίδευση  ==► Αύξησε τον τζίρο σου στην Black Friday  ==► Διαφημιστικοί Στόχοι  ==► Προτεινόμενο Website Υπηρεσιών Ομορφιάς  ==► 7 TIPS Google Adwords - Συμβουλές Google Adwords  ==► Η συμβολή της εφαρμογής των Συστημάτων Διαχείρισης Ποιότητας (ΙSO 9001:2008) στην αποτελεσματική οργάνωση και διοίκηση των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ)  ==► Ευρωπαϊκό Μοντέλο Διοίκησης Ολικής Ποιότητας ή Ευρωπαϊκό Μοντέλο Διοικητικής Αριστείας  ==► Οι σύγχρονες Αρχές Διοίκησης των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ) με έμφαση στη Διοίκηση Ολικής Ποιότητας  ==► ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ (BUSINESS PLAN)  ==► Οδηγός Επιτυχίας Marketing Plan στα Social Media 2018  ==► Ποιοι είναι οι κατάλληλοι likers στην εταιρική μας σελίδα στο Facebook;  ==► Λεξικό ορολογίας SEO  ==► Google AdWords Ad Extensions: Πλήρης Οδηγός  ==► Τι Είναι το Facebook Pixel και Πώς να το Εγκαταστήσουμε  ==► Δημόσιες Σχέσεις: «ΚΑΛΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΟΥ ΕΚΤΙΜΑΤΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ».  ==► MARKETING PLAN  ==► influencer marketing  ==► Οι κανόνες της ΕΕ για την προστασία των δεδομένων σε φυσικά πρόσωπα το 2018  ==► Πλεονεκτήματα ίδρυσης ΙΚΕ «Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία»    By Web Developer Desinger

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς - Διοικητικές κυρώσεις για χειραγώγηση αγοράς – Ένδικη προστασία διοικούμενων

Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς - Διοικητικές κυρώσεις για χειραγώγηση αγοράς – Ένδικη προστασία διοικούμενων
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 23, 24 και 25 του Ν. 3340/2005 περί Προστασίας Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 3371/2005 για Θέματα Κεφαλαιαγοράς, κι αναφορικά με τυχόν Διοικητικές Κυρώσεις και μέτρα τις Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και την ένδικη προστασία του διοικουμένου, αναφέρονται τα ακόλουθα:
Το άρθρο 25 του Ν. 3371/2005 για Θέματα Κεφαλαιαγοράς, ορίζει τα ακόλουθα:
Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 25 του ν. 3340/2005 (ΦΕΚ 112 Α’/10.05.2005), οι εν γένει αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς προσβάλλονται δικαστικώς ως εξής:
α) Οι αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με τις οποίες επιβάλλεται χρηματικό πρόστιμο προσβάλλονται με προσφυγή ουσίας ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο δικάζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίησή τους.
β) Όλες οι υπόλοιπες αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που εκδίδονται ως εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις, προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίησή τους. Κατά των αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου επιστρέφεται έφεση σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Σε περίπτωση, λοιπόν, παράβασης της απαγόρευσης κατάχρησης της αγοράς κι επιβολής προστίμου και διοικητικής κύρωσης από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υποχρεούται να:
• Καλέσει, πριν την επιβολή των κυρώσεων ή τη λήψη μέτρων, ενώπιον της τον διοικούμενο, προκειμένου να εκφράσει τις απόψεις του εγγράφως για την αποδιδόμενη σε αυτόν παράβαση και να λάβει γνώση της έκθεσης ελέγχου.
Η προδικασία αυτή βασίζεται στο άρθρο 20 του Συντάγματος περί παροχής έννομης προστασίας, στο άρθρο 6 του ν. 2690/1999 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, το οποίο τιτλοφορείται «Προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερόμενου», στο άρθρο 78 ν. 1969/1991 «Εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου, αμοιβαία κεφάλαια, διατάξεις εκσυγχρονισμού και εξυγιάνσεως της κεφαλαιαγοράς και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α'167) και στο άρθρο 23 παρ. 4 του ν. 3340/2005 (ΦΕΚ Α 112/10-5-2005) «Για την προστασία της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και πράξεις χειραγώγησης των μετοχών».
Μετά το πέρας της προδικασίας κι αφού ο ενδιαφερόμενος κληθεί και παράσχει εγγράφως τις απόψεις του για την αποδιδόμενη σε αυτόν παράβαση και κατάχρηση της αγοράς κι αφού η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προχωρήσει στην επιβολή διοικητικών κυρώσεων και μέτρων λόγω παράβασης των διατάξεων των άρθρων 3 – 5 και 7 ή/και 10 – 18 του ν. 3340/2005, ενεργοποιούνται τα ακόλουθα ένδικα βοηθήματα του διοικουμένου για την έννομη προστασία του.
Σε περίπτωση επιβολής χρηματικού προστίμου ή άλλου διοικητικού μέτρου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με τα άρθρα 23 και 24 του ν. 3340/2005, ο διοικούμενος δύναται να:
• Ασκήσει προσφυγή ουσίας (άρθρα 63 επ. του ΚΔΔ) ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο δικάζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, κατά των αποφάσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς περί παραβάσεων και διοικητικών κυρώσεων, μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίησή τους.
- Δεν προβλέπεται από το νόμο κατά της πράξης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς η άσκηση μέσα σε ορισμένη προθεσμία ενδικοφανούς προσφυγής κατά της πράξης αυτής.
- Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
• Στην περίπτωση που η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης δύναται να προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη ή αν το δικαστήριο εκτιμά ότι το ένδικο βοήθημα είναι προδήλως βάσιμο (άρθρο 202 ΚΔΔ), το Διοικητικό Εφετείο, ύστερα από αίτηση του διοικουμένου, μπορεί να αναστείλει, εν όλω ή εν μέρει ή υπό όρους την εκτέλεση της απόφασης κατά της οποίας ασκήθηκε προσφυγή, εφαρμοζόμενων αναλόγως των διατάξεων των άρθρων 200 επ. του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. 
• Σε περίπτωση που η απόφαση κατά της οποίας ασκήθηκε προσφυγή αφορά επιβολή προστίμου, δεν επιτρέπεται η χορήγηση αναστολής για τμήμα του προστίμου που ανέρχεται σε ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) του προστίμου αυτού. Το τμήμα του προστίμου για το οποίο δεν επιτρέπεται να χορηγηθεί αναστολή δεν μπορεί να υπερβαίνει κατ’ ανώτατο όριο τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ.
• Η προσφυγή εκδικάζεται μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα κατάθεσής της. Αναβολής της συζητήσεως είναι δυνατή μόνο μία φορά για αποχρώντα λόγο και σε δικάσιμο που δεν απέχει περισσότερο από έναν μήνα από την αρχική δικάσιμο. Κατά της ως άνω αποφάσεως (τελεσίδικης) επί της ασκηθείσας προσφυγής ουσίας ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ο διοικούμενος δύναται να ασκήσει:
• Αίτηση αναθεώρησης της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 101 ΚΔΔ) για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 103 ΚΔΔ.
• Αίτηση αναιρέσεως, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 53 επ. του π.δ. 18/1989, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης και σε καμία περίπτωση μετά την πάροδο τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της απόφασης.

Επίσχεση εργασίας

Επίσχεση εργασίας
Από το συνδυασμό των άρθρων 325, 349 και 656 ΑΚ, συνάγεται ότι σε περίπτωση που ο μισθωτός διατηρεί κατά του εργοδότη του ληξιπρόθεσμες αξιώσεις από δεδουλευμένους και μη καταβληθέντες μισθούς, δικαιούται να ασκήσει το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας (ΑΠ 1502/2010, ΑΠ 1586/2010, ΑΠ 1153/2009, ΕφΑθ 5940/2012), με την επιφύλαξη ωστόσο, όσων ειδικότερα προβλέπει η σύμβαση εργασίας, η οποία μπορεί, σύμφωνα με τη διατύπωση του άρθρου 325 ΑΚ, να περιορίζει ή ακόμα και να αποκλείει την άσκηση του δικαιώματος.
Προϋπόθεση του δικαιώματος επίσχεσης είναι η ύπαρξης ενεργού εργασιακής σχέσης εδραζόμενης σε έγκυρη σύμβαση εργασίας (ΕφΑθ 321/1974). Το δικαίωμα ασκείται με εξώδικη προφορική ή έγγραφη δήλωση του εργαζομένου προς τον εργοδότη (ΕφΑθ 5940/2012) με την οποία ο εργαζόμενος δηλώνει ότι παύει να παρέχει την εργασία του μέχρι να του καταβληθούν οι καθυστερούμενες αποδοχές. Η δήλωση ισχύει από την περιέλευσή της σε γνώση του εργοδότη, πρέπει να είναι σαφής ως προς τη βούληση επίσχεσης της εργασίας και να αναφέρει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές (ΑΠ 245/1983, ΕφΑθ 5940/2012, ΕφΘεσ 728/2007, ΕφΑθ 43/1996).
Αποτέλεσμα της άσκησης του δικαιώματος είναι ότι ο εργοδότης ευθύνεται εκτός από την καταβολή των ληξιπρόθεσμων μισθών και σε καταβολή μισθών υπερημερίας για το χρόνο κατά τον οποίο ο εργαζόμενος απέχει από την εργασία του. Από το μισθό εκπίπτει ο,τι ο μισθωτός ωφελήθηκε από την αποχή του, όπως ο,τι κέρδισε από την εργασία του αλλού. Ο εργοδότης δε μπορεί να ζητήσει την εκπλήρωση της επισχεθείσας εργασίας σε μεταγενέστερο χρόνο (ΑΠ 354/1986, ΑΠ 1412/1986). Ο μισθωτός οφείλει να παραμένει καθ’ όλη τη διάρκεια της επίσχεσης στη διάθεση του εργοδότη προς ανάληψη της εργασίας του, σε περίπτωση που ο τελευταίος εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, ακόμα και αν όπως δικαιούται παρέχει αλλού την εργασία του (άρθρ.656 ΑΚ, Έγγραφ1669/1982 Υπουργείο Εργασίας) Η εργασιακή σχέση δηλαδή δε λύνεται, αλλά εξακολουθεί να δεσμεύει τα μέρη.  Κατά τη διάρκεια της άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας ο μισθωτός δικαιούται να λαμβάνει επίδομα ανεργίας από τον ΟΑΕΔ σύμφωνα τις κατωτέρω διακρίσεις:
Για δικαιούχο που επιδοτείται για πρώτη φορά απαιτείται:
1η περίπτωση:
• πραγματοποίηση 125 ημερών εργασίας εντός του 14μήνου πριν από την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης, χωρίς να υπολογίζονται οι τελευταίοι δύο μήνες  και
• πραγματοποίηση 80 ημερών εργασίας σε κάθε έτος κατά τα δύο προηγούμενα πριν από την έναρξη της επιδότησής του έτη.
2η περίπτωση (για δικαιούχους που δεν καλύπτουν την προϋπόθεση της 1ης περίπτωσης):
• πραγματοποίηση 200 ημερών εργασίας κατά τα δύο προηγούμενα πριν από την άσκηση του δικαιώματος της επίσχεσης έτη, χωρίς να υπολογίζονται σε αυτές οι τελευταίοι δύο μήνες, κα
• πραγματοποίηση 80 ημερών εργασίας σε κάθε έτος κατά τα δύο προηγούμενα έτη, πριν από την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης.
Για δικαιούχο που έχει επιδοτηθεί στο παρελθόν απαιτείται:
• πραγματοποίηση τουλάχιστον 125 ημερών εργασίας στο τελευταίο 14μηνο, πριν από την άσκηση του δικαιώματος της επίσχεσης, χωρίς να υπολογίζονται σε αυτές οι τελευταίοι δύο μήνες.
• τα ημερήσια επιδόματα ανεργίας που έχει λάβει εντός της προηγούμενης τετραετίας  από την εκάστοτε έναρξη της επιδότησης λόγω ανεργίας, να μην έχουν υπερβεί τα τετρακόσια (400).
Εάν εντός της τετραετίας έχει επιδοτηθεί για χρονικό διάστημα μικρότερο των τετρακοσίων (400) ημερήσιων επιδομάτων, δικαιούται να επιδοτηθεί λόγω ανεργίας για τον υπόλοιπο αριθμό ημερησίων επιδομάτων, μέχρι τη συμπλήρωση του ανώτατου ορίου των τετρακοσίων (400) ημερησίων επιδομάτων.

Απαιτούμενες ημέρες εργασίας κατά το 14μηνο (πριν την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης
  ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΕΠΙΔΟΤΗΣΗΣ
125-149
5 μήνες
150-179
6 μήνες
180-219
8 μήνες
220-249
10 μήνες
250 και άνω
12 μήνες
210 και συμπλήρωση του 49ου έτους ηλικίας
12 μήνες
ΕΠΙΔΟΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΔΙΕΤΙΑΣ
Για τους επιδοτούμενους άνεργους που επιδοτούνται για πρώτη φορά και τους καταβάλλεται επιδότηση λαμβάνοντας υπόψη την προϋπόθεση της διετίας (περ. 2η προϋποθέσεων), η διάρκεια επιδότησής τους κυμαίνεται από 5 έως 8 μήνες κατ’ ανώτατο χρονικό διάστημα.
Απαιτούμενες Ημέρες Εργασίας κατά τη διετία (πριν από την έναρξη της άσκησης του δικαιώματος της επίσχεσης ή τη διακοπή λειτουργίας της επιχείρησης αφαιρουμένων των 2 τελευταίων μηνών και οπωσδήποτε 80 κατ’ έτος)
ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΕΠΙΔΟΤΗΣΗΣ
200
5 μήνες
250
6 μήνες
300
8μήνες
• Το επίδομα καταβάλλεται δεδουλευμένο μια φορά το μήνα για 25 ημέρες.
• Το ύψος του επιδόματος καθορίζεται από τις αποδοχές του ασφαλισμένου κατά την απόλυση του.
• Από 12.03.2012 το βασικό μηνιαίο επίδομα ανεργίας ανέρχεται στα 360,00 Ευρώ.
•  Για κάθε μέλος της οικογένειας του ανέργου το επίδομα προσαυξάνεται κατά 10%, ενώ χορηγούνται και τα αναλογούντα δώρα εορτών (δώρο Χριστουγέννων και Πάσχα).
Σε περίπτωση που ο εργοδότης επιμένει να μην καταβάλει δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας μετά την επίσχεση, ο μισθωτός μπορεί να εγείρει αγωγή με αίτημα την καταδίκη του εργοδότη στην καταβολή τους νομιμοτόκως από την ημέρα που οι σχετικές απαιτήσεις κατέστησαν απαιτητές. Η σχετική διαδικασία είναι αυτή των εργατικών διαφορών των άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ. Παράλληλα μπορεί να κατατεθεί αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά τα άρθρα 728 επ. ΚΠολΔ με αίτημα την προσωρινή επιδίκαση των οφειλών λόγω επείγοντος κινδύνου ή επείγουσας ανάγκης.
Προσοχή χρειάζεται πάντως σε κάθε περίπτωση, ούτως ώστε να μη θεωρηθεί η επίσχεση καταχρηστική κατά τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ. Ενδεικτικά, καταχρηστική έχει κριθεί η άσκηση του δικαιώματος αν η καθυστέρηση οφείλεται στη δύσκολη οικονομική συγκυρία και ο εργοδότης έχει καταβάλει μεγάλη προσπάθεια να εκπληρώσει την υποχρέωση του, όπως (ΑΠ 1502/2010) και όταν στρέφεται κατά αξιόχρεου εργοδότη (ΑΠ 1153/2009, ΑΠ 197/1995) καθώς και όταν δεν υφίσταται μία χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση καταβολής του μισθού (ΑΠ 1153/2009, ΑΠ314/1982). Εάν συντρέχει κάποια από τις παραπάνω περιπτώσεις, ασφαλέστερο ίσως θα ήταν ο εργαζόμενος να μην καταφύγει στην επίσχεση της εργασίας του, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος να μην του επιδικασθούν οι μισθοί υπερημερίας κατά την επίσχεση αλλά μόνο οι δεδουλευμένοι του και η καταχρηστική επίσχεση να επιτρέψει στον εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας και να ζητήσει αποζημίωση από το μισθωτό λόγω μη εκπλήρωσης της συμβατικής του υποχρέωσης προς παροχή εργασίας. Ασφαλέστερο σε αυτή την περίπτωση ίσως θα ήταν ο μισθωτός να καταγγείλει τη σύμβαση λόγω της καθυστέρησης καταβολής των μισθών και να εγείρει αγωγή με αίτημα την καταβολή τους και να αποδεσμευτεί έτσι από μία εργασιακή σχέση που δε λειτουργεί πλέον ομαλά. Οι σχετικές απαιτήσεις παραγράφονται εντός πενταετίας από τη γέννησή τους (άρθρ. 250 αρ. 6 ΑΚ).
Τέλος, ένα ισχυρότατο μέσο πίεσης κατά του εργοδότη, είναι η υποβολή έγκλησης με βάση τον Ν 3996/2011, σύμφωνα με τον οποίο ο εργοδότης που παραβαίνει την υποχρέωση καταβολής μισθού, τιμωρείται με φυλάκιση έως έξι μήνες και χρηματική ποινή έως 900 € ή και με τις δύο ποινές μαζί καθώς και η υποβολή αναφοράς στην επιθεώρηση εργασίας για επιβολή προστίμου από 300 έως 50.000 € με βάση τον ίδιο νόμο.

Επιταγή

Επιταγή
Η επιταγή χρησιμοποιείται στην Ελλάδα ως μέσο πληρωμής και εξυπηρετεί κυρίως τη διεξαγωγή των πληρωμών. Επιταγή είναι το έγγραφο συγκεκριμένου τύπου, το οποίο προβλέπεται από το νόμο και  με το οποίο  ο εκδότης της επιταγής δίνει την εντολή στον πληρωτή να πληρώσει για λογαριασμό του ορισμένο ποσό στον δικαιούχο της επιταγής, το οποίο αναγράφεται πάνω στην επιταγή. Πληρωτής της επιταγής είναι συνήθως οι τράπεζες αλλά μπορεί να είναι και κάποιο αντίστοιχο πιστωτικό ίδρυμα.
Η επιταγή είναι πληρωτέα κατά την εμφάνισή της. Η επιταγή εμφανίζεται εμπρόθεσμα για πληρωμή μέσα σε προθεσμία 8 ημερών από την ημερομηνία έκδοσής που αναγράφεται σε αυτή, όταν ο τόπος έκδοσης της επιταγής είναι η Ελλάδα. Ο πληρωτής (συνήθως η τράπεζα) έχει την υποχρέωση να πληρώσει την επιταγή που εκδίδει ο πελάτης του, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν διαθέσιμα χρηματικά κεφάλαια του πελάτη στην  κατοχή του. Μετά την παρέλευση του οκταημέρου ο πληρωτής δικαιούται  να πληρώσει τον δικαιούχο της επιταγής, χωρίς ωστόσο να έχει τη νομική υποχρέωση.
Η μεταβίβαση της επιταγής γίνεται κυρίως με οπισθογράφηση. Νόμιμος κομιστής της επιταγής και δικαιούχος της είναι αυτός που στηρίζει το δικαίωμά του σε αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων. Άλλοι τρόποι μεταβίβασης της επιταγής είναι α) η εκχώρηση, στις περιπτώσεις που  εκδίδεται ονομαστική επιταγή στην οποία κατονομάζεται ο δικαιούχος της και β) η μεταβίβαση με συμφωνία και παράδοση, στις περιπτώσεις που εκδίδεται μία επιταγή με τη ρήτρα «εις τον κομιστή».
Μεταχρονολογημένη επιταγή: μεταχρονολογημένη επιταγή είναι η επιταγή που φέρει χρονολογία εκδόσεως μεταγενέστερη από την πραγματική. Οι μεταχρονολογημένες επιταγές χρησιμοποιούνται συχνά στις συναλλαγές ως μέσο πίστωσης προς διευκόλυνση των εμπόρων. Η μεταχρονολογημένη επιταγή είναι πάντα πληρωτέα εν όψει και μπορεί να εμφανιστεί εμπρόθεσμα προς πληρωμή οποτεδήποτε από την πραγματική ημερομηνία έκδοσης της εως και την παρέλευση του οκταημέρου από την πλασματική ημερομηνία έκδοσης που αναγράφεται σε αυτή.
Απαραίτητα στοιχεία για την εγκυρότητα της επιταγής:
1. Ονομασία επιταγή εντός του κειμένου
2. Εντολή πληρωμής ορισμένου ποσού
3. Όνομα εκείνου που πρέπει να πληρώσει
4. Τόπο πληρωμής
5. Χρόνο και τόπο έκδοσης της επιταγής
6. Υπογραφή εκδότη
Είδη επιταγών:
Κλασική επιταγή: Επιταγή που εκδίδεται από τον εκδότη/καταθέτη σε βάρος του τραπεζικού του λογαριασμού. Η τράπεζα δεν φέρει καμία ευθύνη για την πληρωμή αυτής και αν δεν υπάρχουν διαθέσιμα στο λογαριασμό του εκδότη θα σφραγισθεί ως ακάλυπτη.
(Η επιταγή αυτή μπορεί να μεταβιβαστεί με οπισθογράφηση από τον αρχικό δικαιούχο, σε κάποιον άλλο, που, με τη σειρά του, μπορεί να τη μεταβιβάσει σε ένα επόμενο κ.ο.κ. Δεν υπάρχει περιορισμός στον αριθμό των μεταβιβάσεων. Ο αρχικός δικαιούχος θέτει την υπογραφή του, στην πίσω όψη της επιταγής και στη συνέχεια υπογράφει ο επόμενος δικαιούχος εάν θελήσει να μεταβιβάσει και αυτός την επιταγή)
Τραπεζική επιταγή: Επιταγή που εκδίδεται από μια τράπεζα επί αυτής της ίδιας μετά από αίτημα του πελάτη της για την πληρωμή του δικαιούχου. Ο δικαιούχος στην περίπτωση αυτή μπορεί να είναι βέβαιος ότι το ποσό είναι διαθέσιμο και ότι θα πληρωθεί, διότι στην ουσία η τράπεζα όταν εκδίδει την επιταγή αυτή έχει ήδη χρεώσει τον λογαριασμό του πελάτη της με το αντίστοιχο ποσό και το έχει αφαιρέσει λογιστικά από το λογαριασμό του. Απλώς, αντί να του παραδώσει τα χρήματα σε μετρητά, του παραδίδει για λόγους διευκόλυνσης, ταχύτητας και ασφάλειας την επιταγή.
Δίγραμμη επιταγή: Μια επιταγή μπορεί από τον εκδότη της ή τον κομιστή της να καταστεί «δίγραμμη». Με την «διγράμμιση» η επιταγή μπορεί να πληρωθεί από την τράπεζα μόνο σε άλλη τράπεζα ή σε πελάτη της ίδιας τράπεζας. Έτσι, εμποδίζεται η είσπραξη του ποσού της επιταγής από άγνωστο πρόσωπο, αφού επί δίγραμμης επιταγής η πληρωμή γίνεται σε ορισμένο πρόσωπο και όχι σε οποιονδήποτε κομιστή, όπως η κοινή επιταγή. Η δίγραμμη επιταγή διακρίνεται στην όψη από την κοινή, διότι στην μπροστινή της πλευρά εμφανίζει δύο παράλληλες γραμμές, οι οποίες μπορούν να τεθούν είτε από τον εκδότη, είτε και από τον κομιστή της επιταγής. Η «διγράμμιση» είναι γενική, όταν μέσα στις δύο παράλληλες γραμμές δεν σημειώνεται τίποτε ή αναγράφεται απλά η λέξη «τραπεζίτης», οπότε η δίγραμμη επιταγή πληρώνεται από την πληρώτρια τράπεζα μόνο σε άλλη τράπεζα ή σε πελάτη της. Στην ειδική «διγράμμιση», μέσα στις δύο παράλληλες γραμμές  σημειώνεται το όνομα συγκεκριμένης τράπεζα, οπότε η πληρωμή μπορεί να γίνει μόνο σε αυτήν ή , αν η επωνυμία της αναγραφόμενης τράπεζας συμπίπτει με την πληρώτρια τράπεζα, μόνο σε πελάτη αυτής.
Επισημαίνεται ότι επί επιταγής με γενική «διγράμμιση», αν αυτή δεν πληρωθεί σε άλλη τράπεζα ή σε πελάτη της πληρώτριας τράπεζας, δεν επέρχεται ακυρότητα της επιταγής, αλλά μόνο γεννάται υποχρέωση της τράπεζας που την πληρώσει προς αποζημίωση, εφόσον προκλήθηκε ζημία. Κατά τα λοιπά η δίγραμμη επιταγή κυκλοφορεί όπως η κοινή επιταγή, δηλαδή δεν απαιτείται για τη μεταβίβασή της η τήρηση οποιασδήποτε άλλης ειδικής διατυπώσεως. Δηλαδή η ευρεία πεποίθηση ότι με η δίγραμμη επιταγή δεν μεταβιβάζεται με οπισθογράφηση δεν είναι ορθή. Για να μην μπορεί να μεταβιβασθεί δια οπισθογραφήσεως μια επιταγή, όπως και όλα τα αξιόγραφα, πρέπει να φέρουν ρήτρα «ουχί εις διαταγήν» («όχι σε διαταγή), που μπορεί να τεθεί χειρόγραφα ή με σφραγίδα ευκρινώς οπουδήποτε επί της μπροστινής της όψης.
Λευκή επιταγή: Παρόλο που ο Νόμος δεν αναγνωρίζει τη λευκή επιταγή είναι δυνατή η μεταγενέστερη συμπλήρωση στοιχείων εάν κάτι τέτοιο έχει συμφωνηθεί μεταξύ του κομιστή και του εκδότη. Τυχόν ένσταση αντισυμβατικής συμπλήρωσης μπορεί να γίνει δεκτή υπό την προϋπόθεση ότι η επιταγή αποκτήθηκε με κακή πίστη ή δια βαρέως πταίσματος.